κλαούρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κλαούρα οι κλαούρες
      γενική της κλαούρας
    αιτιατική την κλαούρα τις κλαούρες
     κλητική κλαούρα κλαούρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κλαούρα < κλαίω + -ούρα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κλαούρα θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]