κλεψιτυπία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κλεψιτυπία οι κλεψιτυπίες
      γενική της κλεψιτυπίας των κλεψιτυπιών
    αιτιατική την κλεψιτυπία τις κλεψιτυπίες
     κλητική κλεψιτυπία κλεψιτυπίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κλεψιτυπία < κλεψίτυπος + -ία. Μορφολογικά αναλύεται σε κλεψι- + -τυπία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κλεψιτυπία θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]