κλεψιτυπία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κλεψιτυπία < κλεψίτυπος + -ία. Μορφολογικά αναλύεται σε κλεψι- + -τυπία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κλεψιτυπία θηλυκό
- η ανατύπωση ή η αναπαραγωγή χωρίς την άδεια του κατόχου των πνευματικών δικαιωμάτων
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη κλεψίτυπος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κλεψιτυπία
|