κλιματογραφία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κλιματογραφία οι κλιματογραφίες
      γενική της κλιματογραφίας των κλιματογραφιών
    αιτιατική την κλιματογραφία τις κλιματογραφίες
     κλητική κλιματογραφία κλιματογραφίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κλιματογραφία < κλίματ(ος) + -ο- + -γραφία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κλιματογραφία θηλυκό

  • η καταγραφή και μελέτη του κλίματος, μέρος της κλιματολογίας

Μεταφράσεις[επεξεργασία]