κοκκινόχωμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κοκκινόχωμα ουδέτερο
- η κόκκινη άργιλος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κοκκινόχωμα
|
κοκκινόχωμα ουδέτερο
|