κοκοφοινικόσχοινο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κοκοφοινικόσχοινο < κοκοφοίνικας + σχοινί
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κοκοφοινικόσχοινο ουδέτερο
- (ναυτικός όρος): συνηθέστερα καραβόσχοινο που κατασκευάζεται από ίνες κοκοφοίνικα
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κοκοφοινικόσχοινο
|