κοκοφοινικόσχοινο
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κοκοφοινικόσχοινο < κοκοφοίνικας + σχοινί
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κοκοφοινικόσχοινο ουδέτερο
- (ναυτικός όρος): συνηθέστερα καραβόσχοινο που κατασκευάζεται από ίνες κοκοφοίνικα
Συνώνυμα
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κοκοφοινικόσχοινο
|