κομπάρσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κομπάρσα | οι | κομπάρσες |
γενική | της | κομπάρσας | — | |
αιτιατική | την | κομπάρσα | τις | κομπάρσες |
κλητική | κομπάρσα | κομπάρσες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κομπάρσα θηλυκό