κονιορτοποίηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κονιορτοποίηση | οι | κονιορτοποιήσεις |
γενική | της | κονιορτοποίησης* | των | κονιορτοποιήσεων |
αιτιατική | την | κονιορτοποίηση | τις | κονιορτοποιήσεις |
κλητική | κονιορτοποίηση | κονιορτοποιήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, κονιορτοποιήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κονιορτοποίηση θηλυκό
- η μετατροπή ενός στερεού σώματος σε σκόνη
- (μεταφορικά) η πλήρης συντριβή ενός αντιπάλου που επιτυγχάνεται με ισχυρά επιχειρήματα
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κονιορτοποίηση