κοπτάτσια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κοπτάτσια < (άμεσο δάνειο) ρωσική кооптация < λατινική cooptatio
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κοπτάτσια θηλυκό και κοοπτάτσια
- διαδικασία σε αιρετό σώμα κατά την οποία παρακάμπτονται για διάφορους λόγους οι αρχαιρεσίες και επιβάλλονται, από ανώτερο βαθμό διοίκησης, μέλη που δεν προήλθαν από αρχαιρεσίες αλλά προσλήφθηκαν για αυτό το σκοπό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κοπτάτσια
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'αρθρίτιδα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα ρωσικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ρωσικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)