κοπτοράπτρια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κοπτοράπτρια < κοπτοράπτης + κατάληξη θηλυκού -τρια
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κοπτοράπτρια θηλυκό και κοπτοραπτού
- (επάγγελμα) θηλυκό του κοπτοράπτης
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε κοπτοράπτης
κοπτοράπτρια
|