κοσμηματοπώλισσα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κοσμηματοπώλισσα οι κοσμηματοπώλισσες
      γενική της κοσμηματοπώλισσας των κοσμηματοπωλισσών
    αιτιατική την κοσμηματοπώλισσα τις κοσμηματοπώλισσες
     κλητική κοσμηματοπώλισσα κοσμηματοπώλισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κοσμηματοπώλισσα < κοσμηματοπώλης + κατάληξη θηλυκού -ισσα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κοσμηματοπώλισσα θηλυκό (αρσενικό κοσμηματοπώλης)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε κοσμηματοπώλης