κουρτελάτσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κουρτελάτσα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κουρτελάτσα θηλυκό
- (ναυτικός όρος, ναυπηγικός όρος, ιδιωματισμός) το παρίστιο των μεγάλων ιστιοφόρων πλοίων
- ↪ η κουρτελάτσα διακρίνεται σε δεξιά ή αριστερή (βλέποντας από την πρύμη) και κάτω, μέτζο και άνω, όπως για παράδειγμα παρακάτω:
- ↪ κάτω δεξιά κουρτελάτσα (= δεξιό παρακάτιο)
- ↪ μέτζο δεξιά κορτελάτσα (= δεξιό παραδολώνιο)
- ↪ άνω δεξιά κουρτελάτσα (= δεξιό παραφωσώνιο)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κουρτελάτσα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ελπίδα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ναυτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Ναυπηγικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Ιδιωματισμοί (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)