Μετάβαση στο περιεχόμενο

κράζω

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κράζω < αρχαία ελληνική κράζω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *k(V)r-

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈkɾa.zo/

κράζω

  1. (για πουλιά) βγάζω (δυνατή) φωνή ή κραυγή (σαν του κόρακα)
     συνώνυμα: κρώζω
  2. (για ανθρώπους) φωνάζω (δυνατά και διαπεραστικά)
  3. φωνάζω, καλώ, προσκαλώ κάποιον
    Άξαφνα όμως άκουσε μια φωνή που έκραξε τ’ όνομά της. (Κωνσταντίνος Χατζόπουλος, Ο Πύργος του Ακροπόταμου)
  4. (μεταφορικά) αποδοκιμάζω, γιουχάρω
      στην περίπτωση της συγκεκριμένης ταινίας είχα νιώσει ότι, ε, όπως και να το κάνεις, ο δημιουργός πήγαινε γυρεύοντας για να τον κράξουν, με τέτοιο συνδυασμό ασυναρτησίας, δηθενιάς και έπαρσης που ξετύλιγε στο πανί (Απόστολος Δοξιάδης, Το τηλεφώνημα που δεν έγινε, Εκδ. Ίκαρος, 2022)
  5. (μεταφορικά) μαλώνω, επιπλήττω
  6. (μεταφορικά) προμοτάρω πιεστικά

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]