κρασοπατέρας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κρασοπατέρας < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κρασοπατέρας αρσενικό
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη μέθυσος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κρασοπατέρας
→ δείτε τη λέξη μέθυσος |