κρεατοχορτόσουπα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κρεατοχορτόσουπα | οι | κρεατοχορτόσουπες |
γενική | της | κρεατοχορτόσουπας | — | |
αιτιατική | την | κρεατοχορτόσουπα | τις | κρεατοχορτόσουπες |
κλητική | κρεατοχορτόσουπα | κρεατοχορτόσουπες | ||
Στα σύνθετα, η δύσχρηστη γενική πληθυντικού που θα έληγε σε -ών (όπως στην κλίση «θάλασσα») τείνει να κρατάει σταθερό τον τόνο (όπως στην κλίση «αρθρίτιδα») | ||||
Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κρεατοχορτόσουπα < κρεατο- + χορτόσουπα (χορτό- + -σουπα)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κρεατοχορτόσουπα θηλυκό
- (γαστρονομία) σούπα με κυρίαρχο στοιχείο παρασκευής το βραστό κρέας με χορταρικά
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κρεατοχορτόσουπα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πέστροφα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα κρεατο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα χορτό- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -σουπα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γαστρονομία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)