κρεατόσουπα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κρεατόσουπα οι κρεατόσουπες
      γενική της κρεατόσουπας
    αιτιατική την κρεατόσουπα τις κρεατόσουπες
     κλητική κρεατόσουπα κρεατόσουπες
Στα σύνθετα, η δύσχρηστη γενική πληθυντικού
που θα έληγε σε -ών (όπως στην κλίση «θάλασσα»)
τείνει να κρατάει σταθερό τον τόνο (όπως στην κλίση «αρθρίτιδα»)
Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κρεατόσουπα < (κρέας) κρεατό- + -σουπα
Ένα πιάτο κρεατόσουπα.

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κρεατόσουπα θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]