κρικητός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | κρικητός | οι | κρικητοί |
γενική | του | κρικητού | των | κρικητών |
αιτιατική | τον | κρικητό | τους | κρικητούς |
κλητική | κρικητέ | κρικητοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κρικητός < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κρικητός αρσενικό