κροσόβερ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κροσόβερ < μεταγραφή για την αγγλική crossover (ή audio crossover)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κροσόβερ ουδέτερο άκλιτο
- (αγγλισμός, τεχνολογία) εξάρτημα (ηλεκτρονικό κύκλωμα) που διαχωρίζει τον ήχο σε ομάδες με διαφορετικό εύρος συχνοτήτων· διαχωριστής συχνοτήτων, διαχωριστής μεγαφώνων, φίλτρο διαχωρισμού συχνοτήτων
Συγγενικά[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Μεταγραμμένοι όροι από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Αγγλισμοί (νέα ελληνικά)
- Τεχνολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)