κρυφομίλημα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κρυφομίλημα < κρυφομιλώ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κρυφομίλημα ουδέτερο
- συζήτηση που δεν γίνεται αντιληπτή από τους άλλους