κυπατζής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
- κυπατζής αρσενικό
- στρατιωτικός ή πολιτικός υπάλληλος, η συνεργάτης στην κρατική υπηρεσία πληροφοριών,
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- συνεχίζεται η χρήση της λέξης και σήμερα παρότι ο τίτλος της υπηρεσίας έχει αλλάξει από ΚΥΠ σε ΕΥΠ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κυπατζής
|