κυπατζής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κυπατζής < ΚΥΠ + -τζής

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κυπατζής οι κυπατζήδες
      γενική του κυπατζή των κυπατζήδων
    αιτιατική τον κυπατζή τους κυπατζήδες
     κλητική κυπατζή κυπατζήδες
Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
κυπατζής αρσενικό
  • στρατιωτικός ή πολιτικός υπάλληλος, η συνεργάτης στην κρατική υπηρεσία πληροφοριών,

Σημειώσεις[επεξεργασία]

  • συνεχίζεται η χρήση της λέξης και σήμερα παρότι ο τίτλος της υπηρεσίας έχει αλλάξει από ΚΥΠ σε ΕΥΠ

Μεταφράσεις[επεξεργασία]