κυριώνυμο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κυριώνυμο | τα | κυριώνυμα |
γενική | του | κυριώνυμου & κυριωνύμου |
των | κυριώνυμων & κυριωνύμων |
αιτιατική | το | κυριώνυμο | τα | κυριώνυμα |
κλητική | κυριώνυμο | κυριώνυμα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κυριώνυμο ουδέτερο
- άλλη μορφή του κυριωνύμιο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κυριώνυμο
|