κόπωση μετάλλων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κόπωση μετάλλων | οι | κοπώσεις μετάλλων |
γενική | της | κόπωσης* μετάλλων | των | κοπώσεων μετάλλων |
αιτιατική | την | κόπωση μετάλλων | τις | κοπώσεις μετάλλων |
κλητική | κόπωση μετάλλων | κοπώσεις μετάλλων | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, κοπώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
κόπωση μετάλλων θηλυκό
- (τεχνολογία) η καταπόνηση που υφίσταται κάποιο μέταλλο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κόπωση μετάλλων
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Πολυλεκτικοί όροι με ένα κλιτό (νέα ελληνικά)
- Κλίση θηλυκών πολυλεκτικών όρων με ένα κλιτό (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Πολυλεκτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Τεχνολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)