λαγονοψοΐτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λαγονοψοΐτης < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λαγονοψοΐτης αρσενικό
- (ανατομία) μύωνας του ανθρώπινου σώματος, ο οποίος αποτελείται από το μεγάλο ψοΐτη και το λαγόνιο οι οποίοι συνενώνονται. Συνδέει την σπονδυλική στήλη με τον μηρό.