λαμινάρισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λαμινάρισμα < λαμινάρ(ω) + -ισμα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λαμινάρισμα ουδέτερο
- (εκτύπωση) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του λαμινάρω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λαμινάρισμα
|