λαμινάρισμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λαμινάρισμα τα λαμιναρίσματα
      γενική του λαμιναρίσματος των λαμιναρισμάτων
    αιτιατική το λαμινάρισμα τα λαμιναρίσματα
     κλητική λαμινάρισμα λαμιναρίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Κοντινό πλάνο διακοσμητικού λαμιναρίσματος. Διακρίνουμε τη λεπτή διακοσμητική επιφάνεια που έχει διακοσμήσει το σανίδι, μετά από λαμινάρισμα.

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λαμινάρισμα < λαμινάρ(ω) + -ισμα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

λαμινάρισμα ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]