Μετάβαση στο περιεχόμενο

λασκάρισμα

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λασκάρισμα τα λασκαρίσματα
      γενική του λασκαρίσματος των λασκαρισμάτων
    αιτιατική το λασκάρισμα τα λασκαρίσματα
     κλητική λασκάρισμα λασκαρίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
λασκάρισμα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

λασκάρισμα ουδέτερο

  1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του λασκάρω
    το λασκάρισμα της βίδας

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]