λεβητοποιΐα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λεβητοποιΐα < λεβητοποιός + -ία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λεβητοποιΐα θηλυκό
- η κατασκευή λεβήτων
- το λεβητοποιείο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λεβητοποιΐα
|