λεμφαδενῖτις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική λεμφαδενῖτις αἱ λεμφαδενίτιδες
      γενική τῆς λεμφαδενίτιδος τῶν λεμφαδενιτίδων
      δοτική τῇ λεμφαδενίτιδι ταῖς λεμφαδενίτισι(ν)
    αιτιατική τὴν λεμφαδενῖτιν τὰς λεμφαδενίτιδας
     κλητική ! λεμφαδενῖτι λεμφαδενίτιδες
3η κλίση, Κατηγορία 'ἔρις' όπως «ἔρις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λεμφαδενῖτις (μαρτυρείται από το 1854) [1] → και δείτε τη λέξη λεμφαδενίτιδα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

λεμφαδενῖτις, -ιδος θηλυκό

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. σελ. 597, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου

Πηγές[επεξεργασία]