λιοτριβιάρης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λιοτριβιάρης < ελαιοτριβείο + -ιάρης
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λιοτριβιάρης αρσενικό
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λιοτριβιάρης
|