λιποτάχτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- λιποτάχτης < λιποτάκτης
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]λιποτάχτης αρσενικό
- άλλη μορφή του λιποτάκτης
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] λιποτάχτης
|