λυπησιάρης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο λυπησιάρης οι λυπησιάρηδες
      γενική του λυπησιάρη των λυπησιάρηδων
    αιτιατική τον λυπησιάρη τους λυπησιάρηδες
     κλητική λυπησιάρη λυπησιάρηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λυπησιάρης < λύπηση + -ιάρης

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

λυπησιάρης αρσενικό (θηλυκό: λυπησιάρα, ουδέτερο λυπησιάρικο)

  1. που λυπάται εύκολα
  2. που είναι για λύπηση

Σημειώσεις[επεξεργασία]

Σε χρήση φέρεται και ως επίθετο.

Μεταφράσεις[επεξεργασία]