λυπησιάρης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λυπησιάρης αρσενικό (θηλυκό: λυπησιάρα, ουδέτερο λυπησιάρικο)
- που λυπάται εύκολα
- που είναι για λύπηση
Σημειώσεις[επεξεργασία]
Σε χρήση φέρεται και ως επίθετο.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λυπησιάρης
|