μαθηματάριο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μαθηματάριο τα μαθηματάρια
      γενική του μαθηματαρίου
μαθηματάριου
των μαθηματαρίων
    αιτιατική το μαθηματάριο τα μαθηματάρια
     κλητική μαθηματάριο μαθηματάρια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μαθηματάριο < Μαθηματάριον (τίλος έργου) < μαθημα + -(τ)άριον (-arium) → δείτε τη λέξη προσευχητάριο • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μαθηματάριο ουδέτερο

  1. (βυζαντινή μουσική) βιβλίο μουσικής διδασκαλίας ειδικά για την παραχορδή και τον αναγραμματισμό της βυζαντινής μουσικής
  2. (ιστορία) χειρόγραφα σχολικά βιβλία κατά την Τουρκοκρατία
    ※  Είναι πεζά και ποιητικά , ανήκοντα εις όλα τα είδη του λόγου , όπως διαπιστώνεται από τα μαθηματάρια, τα χειρόγραφα σχολικά βιβλία εις τα οποία παραδίδεται η ύλη η οποία εδιδάσκετο τότε (Αθηνά: σύγγραμμα περιοδικόν της εν Αθήναις, τόμος 83, 2005, σελ. 231)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]