μαικηνισμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μαικηνισμός οι μαικηνισμοί
      γενική του μαικηνισμού των μαικηνισμών
    αιτιατική τον μαικηνισμό τους μαικηνισμούς
     κλητική μαικηνισμέ μαικηνισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μαικηνισμός < Μαικήνας (Maecenas: πλούσιος Ρωμαίος, χρηματοδότης πολλών καλλιτεχνών και ανθρώπων των γραμμάτων)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μαικηνισμός αρσενικό

  • η τάση πλούσιων ατόμων να κάνουν εντυπωσιακές δωρεές σε πολιτιστικά ιδρύματα ή ατομικά σε καλλιτέχνες και γενικά να απολαμβάνουν τη δόξα του προστάτη των τεχνών

Μεταφράσεις[επεξεργασία]