μαρμαροβιομηχανία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μαρμαροβιομηχανία < μάρμαρο + βιομηχανία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μαρμαροβιομηχανία θηλυκό
- βιομηχανία εξόρυξης και επεξεργασίας μαρμάρου
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μαρμαροβιομηχανία
|