μασπιές
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | μασπιές | οι | μασπιέδες |
γενική | του | μασπιέ | των | μασπιέδων |
αιτιατική | τον | μασπιέ | τους | μασπιέδες |
κλητική | μασπιέ | μασπιέδες | ||
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μασπιές < γαλλική marchepied
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μασπιές αρσενικό
- το τμήμα που βρίσκεται κάτω από την πόρτα αυτοκινούμενου οχήματος και χρησιμοποιείται για να πατάει ο επιβαίνων όταν μπαίνει ή βγαίνει από το όχημα
- καθένα από τα μακρόστενα σταθερά ή κινούμενα εξαρτήματα δίτροχου, που προεξέχουν και χρησιμοποιούνται για τη στήριξη των ποδιών του οδηγού ή του συνοδηγού
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
στο αυτοκίνητο
|
σε δίτροχο
|