μαϊνάρισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μαϊνάρισμα < μαϊνάρω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μαϊνάρισμα ουδέτερο (συνήθως στον ενικό)
- (ναυτική) το χαλάρωμα, λασκάρισμα των σχοινιών
- το καταλάγιασμα, η ηρέμηση της θάλασσας ή των συναισθημάτων
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μαϊνάρισμα
|