μεγαλοποίηση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μεγαλοποίηση οι μεγαλοποιήσεις
      γενική της μεγαλοποίησης* των μεγαλοποιήσεων
    αιτιατική τη μεγαλοποίηση τις μεγαλοποιήσεις
     κλητική μεγαλοποίηση μεγαλοποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, μεγαλοποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μεγαλοποίηση < λόγια λέξη της καθαρεύουσας μεγαλοποίησις από το μεγαλοποιῶ

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μεγαλοποίηση θηλυκό

  • η ενέργεια και το αποτέλεσμα του μεγαλοποιώ, η υπερβολή στην εκτίμηση μιας κατάστασης, ο κιτρινισμός αν αυτή η υπερβολή αφορά στα μέσα ενημέρωσης

Μεταφράσεις[επεξεργασία]