μεγαλοτσιφλικάς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μεγαλοτσιφλικάς αρσενικό
- ο σημαντικός γαιοκτήμονας κατά το μεσαίωνα αλλά στην Ελλάδα και μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα, το άτομο ή ο φορέας που διέθετε μεγάλη αγροτική περιουσία και εκμευταλλευόταν τον κόπο των αγροτών που την καλλιεργούσαν
- (μεταφορικά) ο γαιοκτήμονας με πολλά κομμάτια γης, εκείνος που διαθέτει μεγάλη ακίνητη περιουσία σε αγροτικές περιοχές είτε την εκμεταλλεύεται αγροτικά με εργάτες γης είτε και δίχως να την αξιοποιεί
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μεγαλοτσιφλικάς
|