μελλοντισμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μελλοντισμός οι μελλοντισμοί
      γενική του μελλοντισμού των μελλοντισμών
    αιτιατική τον μελλοντισμό τους μελλοντισμούς
     κλητική μελλοντισμέ μελλοντισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μελλοντισμός < απόδοση του όρου futurisme

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μελλοντισμός αρσενικό

  1. άλλη μορφή του φουτουρισμός
    η φαντσίωση του μέλλοντος (συνήθως η ενεργή φαντασίωση του μέλλοντος πχ. μέσα από σχεδιασμό αρχιτεκτονικό, γλυπτικό, κοινωνικό κτλ.)
  2. (σπάνιο) μαντική μελλοντολογία