μερικοί
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /me.ɾiˈci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐ρι‐κοί
- ομόηχο: μερική
Αντωνυμία
[επεξεργασία]μερικοί αρσενικό αόριστη αντωνυμία, στον πληθυντικό (μερικές θηλυκό, μερικά ουδέτερο)
- κάποιοι ή λίγοι
- Υπάρχουν ακόμη μερικοί άνθρωποι που επιμένουν να χρησιμοποιούν το πολυτονικό στην καθημερινή τους ζωή.
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]μερικοί
- ονομαστική και κλητική πληθυντικού του μερικός