μερκαντιλισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μερκαντιλισμός < γαλλική mercantilisme
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μερκαντιλισμός αρσενικό
- (οικονομία) άλλη ονομασία για την εμποροκρατία
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μερκαντιλισμός
→ δείτε τη λέξη εμποροκρατία |