μεσοθωρακίτιδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μεσοθωρακίτιδα < μεσοθωράκιο + -ίτιδα • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μεσοθωρακίτιδα θηλυκό
- (ιατρική) φλεγμονή του του μεσοθωρακίου
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μεσοθωρακίτιδα
|