μεταμερισμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μεταμερισμός οι μεταμερισμοί
      γενική του μεταμερισμού των μεταμερισμών
    αιτιατική τον μεταμερισμό τους μεταμερισμούς
     κλητική μεταμερισμέ μεταμερισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μεταμερισμός < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μεταμερισμός ουδέτερο

  • φαινόμενο κατά το οποίο φαίνονται διαφορετικά χρώματα ίδια υπό κάποιες συνθήκες φωτισμού


Μεταφράσεις[επεξεργασία]