μεταξίωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μεταξίωση | οι | μεταξιώσεις |
γενική | της | μεταξίωσης* | των | μεταξιώσεων |
αιτιατική | τη | μεταξίωση | τις | μεταξιώσεις |
κλητική | μεταξίωση | μεταξιώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, μεταξιώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μεταξίωση θηλυκό
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μεταξίωση
|