μηλοκόπτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μηλοκόπτης αρσενικό, πληθυντικός μηλοκόπτες
- σκεύος κουζίνας κοπής μήλων σε ομοιόμορφες φέτες
- μηχανή κοπής μήλων για δημιουργία μηλοπολτού που διακρίνεται σε οικιακή και βιομηχανική (παραγωγής χυμών}
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μηλοκόπτης
|