μηλοκόπτης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μηλοκόπτης οι μηλοκόπτες
      γενική του μηλοκόπτη των μηλοκοπτών
    αιτιατική τον μηλοκόπτη τους μηλοκόπτες
     κλητική μηλοκόπτη μηλοκόπτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μηλοκόπτης < μήλο + κόπτης

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μηλοκόπτης αρσενικό, πληθυντικός μηλοκόπτες

  1. σκεύος κουζίνας κοπής μήλων σε ομοιόμορφες φέτες
  2. μηχανή κοπής μήλων για δημιουργία μηλοπολτού που διακρίνεται σε οικιακή και βιομηχανική (παραγωγής χυμών}

Μεταφράσεις[επεξεργασία]