μητρορραγία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μητρορραγία θηλυκό
- η αιμορραγία της μήτρας
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μητρορραγία
|
μητρορραγία θηλυκό
|