μητρῖτις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | μητρῖτις | αἱ | μητρίτιδες | ||||
γενική | τῆς | μητρίτιδος | τῶν | μητριτίδων | ||||
δοτική | τῇ | μητρίτιδι | ταῖς | μητρίτισι(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | μητρῖτιν | τὰς | μητρίτιδας | ||||
κλητική ὦ! | μητρῖτι | μητρίτιδες | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'ἔρις' όπως «ἔρις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μητρῖτις, -ιδος θηλυκό
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ σελ. 653, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου