μικροαστισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μικροαστισμός < μικροαστός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μικροαστισμός αρσενικό
- η νοοτροπία του μικροαστού, μερικά χαρακτηριστικά της οποίας είναι η καθήλωση στην κοινωνική συμβατικότητα, ο φόβος και η καχυποψία απέναντι στο καινούριο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μικροαστισμός
|