μικροαστισμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μικροαστισμός οι μικροαστισμοί
      γενική του μικροαστισμού των μικροαστισμών
    αιτιατική τον μικροαστισμό τους μικροαστισμούς
     κλητική μικροαστισμέ μικροαστισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μικροαστισμός < μικροαστός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μικροαστισμός αρσενικό

  • η νοοτροπία του μικροαστού, μερικά χαρακτηριστικά της οποίας είναι η καθήλωση στην κοινωνική συμβατικότητα, ο φόβος και η καχυποψία απέναντι στο καινούριο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]