μικροδιακινητής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μικροδιακινητής < μικρο- + διακινητής
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μικροδιακινητής αρσενικό
- αυτός που διακινεί μικρές ποσότητες από κάτι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μικροδιακινητής
|