μικροϋπόλοιπο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μικροϋπόλοιπο | τα | μικροϋπόλοιπα |
γενική | του | μικροϋπόλοιπου & μικροϋπολοίπου |
των | μικροϋπόλοιπων & μικροϋπολοίπων |
αιτιατική | το | μικροϋπόλοιπο | τα | μικροϋπόλοιπα |
κλητική | μικροϋπόλοιπο | μικροϋπόλοιπα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μικροϋπόλοιπο ουδέτερο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μικροϋπόλοιπο
|