μοιράστρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μοιράστρα | οι | μοιράστρες |
γενική | της | μοιράστρας | — | |
αιτιατική | τη | μοιράστρα | τις | μοιράστρες |
κλητική | μοιράστρα | μοιράστρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μοιράστρα θηλυκό
- (ποιητικός τύπος) αυτή που μοιράζει
- κι εγώ σερνόμουν προς αυτή με χέρια ολανοιγμένα, / και τα στοιχειά μού φώναζαν τρικυμισμένα: «Μη! / Tου σκοταδιού η αρχόντισσα, του δολερού η μοιράστρα… (Κωστής Παλαμάς, Ασάλευτη ζωή)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μοιράστρα
|