μοτοσυκλετοβιομηχανία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μοτοσυκλετοβιομηχανία < μοτοσυκλέτα + βιομηχανία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μοτοσυκλετοβιομηχανία θηλυκό